Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Ο Κώστας Τσουκαλάς γιά τον Κ. Καστοριάδη

Ο Κωσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους πιο διακεκριμένους Πανεπιστημιακούς στην Ελλάδα, που έχει αναλώσει τη ζωή του στην κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία, γράφει μεστά και με σεμνότητα για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 29-12-1997, Σελ.: P01, Κωδικός άρθρου: A16026P011. Εχω κάνει μία μικρή ιεροσυλία, έκοψα παραγράφους και τόνισα κάποια πράγματα. Ελπίζω να μην αλλοιώνει τον σεβασμό που αξίζει να δείχνει κανείς σε τέτοια κείμενα και τέτοιους ανθρώπους.
Τίτλος «ΔΡΟΥΣΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ»

Να λοιπόν που ακόμα και αυτός δεν μπόρεσε τελικώς να νικήσει το θάνατο.

Ο άνθρωπος που νίκησε τη λαλιά παίζοντας ατάραχα με όλους τους γλωσσικούς, επικοινωνιακούς και μουσικούς κώδικες που απάντησε στο διάβα του,

ο άνθρωπος που κυριάρχησε της γνώσης και του λόγου καθυποτάσσοντας με την ευκολία του αυτονόητου όλες τις επιστημονικές περιοχές στις οποίες έτυχε να εντρυφήσει,

ο άνθρωπος που νίκησε το σώμα του εντάσσοντας στην καθημερινότητά του όλες τις προκλήσεις του περιβάλλοντος με μόνο εφόδιο τη ριζική του βούληση,

ο άνθρωπος αυτός ηττήθηκε από τη βιολογία. Ακόμα και αυτός. Ίσως γι' αυτό, πριν από οτιδήποτε άλλο, το άκουσμα του θανάτου του προκαλεί κατάπληξη. Συνέβη το αδιανόητο. Το θηρίο πέθανε.
Το να αποφανθεί κανείς ότι ο Κορνήλιος Καστοριάδης ήταν μέχρι χθες ο ιδιοφυέστερος και ταυτόχρονα ο πολυσχιδέστερος των εν ζωή Ελλήνων, δεν σημαίνει τίποτα. Ούτε συνοψίζοντας το τεράστιο έργο του, ούτε διαγράφοντας την εκρηκτική προσωπικότητά του, ούτε αφηγούμενος την πολυτάραχη καθώς λένε ζωή του, ούτε καταμετρώντας τις πολλαπλές επιδόσεις του είναι δυνατόν να δώσει κανείς την πλήρη εικόνα του.

Μια εικόνα που, για μένα τουλάχιστον, αναδυόταν πάντα θαμπή, και τρόπον τινά «εκ των υστέρων». Η ακατάσχετη ορμή του ύφους του και η επιθετική αισθαντικότητα του λόγου του γοήτευαν πριν καν να χρειασθεί να πείσουν μέσα από την κρυστάλλινη διαύγεια των εκφερομένων νοημάτων.

Το ανελέητα Ολόκληρο δεν αφήνει να αναφανούν όλες του οι λεπτομέρειες όταν είναι λουσμένο στο άπλετο φως. Αφήνει όμως τα ανεξίτηλα ίχνη του στις μνήμες που εγκαλείσαι να ανακατασκευάσεις.Δεν τον γνώριζα άλλωστε αρκετά καλά για να δικαιούμαι να μιλήσω για τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά που τον συνέθεταν. Τον γνώριζα όμως αρκετά για να μπορώ να υποκύπτω στην εξωπραγματικά έντονη και συχνά ανυπόφορα εκτυφλωτική του παρουσία. Μιλάνε άλλωστε και τα πράγματα.

Λίγοι είναι εκείνοι που χειρίζονται με απόλυτη άνεση πολλές γλώσσες, και ακόμα λιγότεροι αυτοί που μπορούν όχι μόνο να ασκηθούν αλλά και να διαπρέψουν

ως οικονομολόγοι,

ως φιλόσοφοι,

ως μαθηματικοί,

ως πολιτικοί στοχαστές

και ως ψυχαναλυτές.

Αλλά τουλάχιστον μετά την οριστική έκλειψη του homo universalis, απειροελάχιστοι είναι εκείνοι για τους οποίους δεν υπάρχουν κλειστά πεδία, δεν υπάρχουν απαγορευμένες περιοχές, δεν υπάρχουν μορφές του λόγου που να μην οφείλουν να εκφεύγουν από τον αποπνικτικό και παραλύοντα επικαθορισμό της επαγγελματικής και κοινωνικής ειδίκευσης.

Ο κατακερματισμός του λόγου είναι συνώνυμος με την υπονόμευσή του. Και μολονότι ο κατακερματισμός αυτός επιχειρείται συνήθως στο όνομα του ίδιου του λόγου, δοξάζεται συνήθως από εκείνους που έχουν ήδη παραιτηθεί τόσο από τη χρήση του όσο και από τη βούληση να τον προωθούν στο έπακρο.

Αυτές είναι οι κυρίαρχες «οδηγίες χρήσεως» του λόγου στις βαθύτατα απομυθοποιητικές μέρες που διανύουμε. Όπως συμβαίνει με τα ερπετά που εμφανίζονται παρατεταγμένα στις φιάλες των μουσείων, έτσι ακριβώς και οι υποτιθέμενοι θεράποντες του λόγου αρκούνται συνήθως στο να κραδαίνουν την ετικέτα τους.
Ίσως λοιπόν το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του Καστοριάδη που τον ξεχώριζε είναι ότι όχι μόνο σκεφτόταν, αλλά και ζούσε και δρούσε ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στην εποχή του, ενάντια στο κλείσιμο των σημασιών και στην καθήλωση των κοινωνικών σημάνσεων.

Είχε τη δύναμη να αισθάνεται αδιάλλακτα αισιόδοξος, κάνοντας πράξη την πίστη του πως πριν και από τον ίδιο το λόγο υπάρχει η ριζική βούληση του λόγου, η χωρίς όρια αυτοπεποίθηση του αυτόνομα σκεπτόμενου υποκειμένου.

Η αυτονομία στην οποία αφιέρωσε το έργο του εξέφραζε λοιπόν ίσως, πριν από όλα, τη δική του ριζική αυτονομία, τη δική του έμμονη πεποίθηση, αν όχι πως όλα τα προβλήματα είναι δυνατόν να λυθούν μέσω του λόγου, τουλάχιστον πως όσα προβλήματα μπορεί να λυθούν πρέπει να λύονται μέσω αυτού και μόνο.

Όπως συμβαίνει και με τους θεσμούς που είναι έργο και αρμοδιότητα των ανθρώπων, ακόμα και αν δεν το έχουν καταλάβει, έτσι και ο ατομικός στοχασμός και η συνακόλουθη ατομική δράση είναι έργο και αρμοδιότητα του ελεύθερου ανθρώπου, είτε το ξέρει είτε όχι.

Αυτός όμως το ήξερε, το πρόβαλλε και το απελάμβανε με όλη την ασίγαστη βιοτική ορμή του. Και έτσι, το θείο δώρο τής δίχως όρια ικανότητας να θεραπεύει αυτόν το λόγο που τόσο απλόχερα του χαρίστηκε, δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί να τον προσδέσει σε προκατασκευασμένα και ανακουφιστικά καλούπια. Ακόμα και αν κινδύνευε να βρεθεί σε αδιέξοδο, διακινδύνευε δίχως δεύτερη σκέψη τη θανάσιμη προσωπική προσβολή που τον ανέμενε αν παρ' ελπίδα του λάχαινε να αποτύχει.

Όταν κάποτε, σε μια μακρινή εκδρομή, χάλασε το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε, ο Καστοριάδης, που σημειωτέον δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τη μηχανική, κατέπληξε τους φίλους τους λέγοντας: «Μην ανησυχείτε. Ας σκεφτούμε καλά πώς δουλεύει η μηχανή. Και μόλις το καταλάβουμε, ίσως να τη διορθώσουμε». Σκέφτηκε, κατάλαβε και τη διόρθωσε.

Τον θυμάμαι στην παρισινή Mutualite στη διάρκεια της δικτατορίας να καθηλώνει ως ασυγκράτητος λογικός χείμαρρος πάνω από χίλιους κατά τεκμήριον κακοπροαίρετους ακροατές, πολλοί από τους οποίους αγνοούσαν επιδεικτικά το έργο του, έχοντας πάει μόνο και μόνο για να γιουχάρουν τον ανώτατο υπάλληλο του ΟΟΣΑ που ήταν τότε.

Τον θυμάμαι πρόπερσι στην Τήνο να αντιπαλεύει ολόγυμνος και με τις ώρες τα αυγουστιάτικα κύματα σε μια θάλασσα εντελώς εγκαταλελειμμένη από τους έμφοβους λουόμενους.

Τον θυμάμαι να κατακεραυνώνει ανελέητα όποιους τολμούσαν να αρθρώσουν λόγους που οχυρώνονται πίσω από προλήψεις, υπερβατικές προϊδεάσεις η ανορθολογικές κατασκευές.

Τον θυμάμαι σε ώρες σχόλης να δομεί και στη συνέχεια να αποδομεί ολόκληρους κόσμους νοημάτων με τέτοια λογική συνέπεια, ώστε τόσο η δόμηση όσο και η αποδόμησή τους να εμφανίζονται ως εξίσου αναγκαίες και προφανείς.

Και θυμάμαι επίσης όταν τυχαία τον συνάντησα στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη όπου είχε γεννηθεί και όπου, όπως είπε, πήγαινε για πρώτη φορά από τότε. Ήταν η μόνη φορά που ένιωσα την πάντα σταθερή και βροντερή φωνή του να συνοδεύεται από ένα ακαθόριστο τρεμούλιασμα. Η γέννηση, που προηγήθηκε του λόγου του, ίσως να τον ετρόμαζε.

Ο θάνατος πρέπει αντίθετα να τον συνάντησε νηφάλιο. Ίσως και αυτός, μαζί με τον Goethe, να ζήτησε περισσότερο φως, ακόμα περισσότερο φως.

ΤΑ ΕΙΠΕ ΟΛΑ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΚΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: